- νεογλωσσολογία
- η(γλωσσ·) κίνηση που εμφανίστηκε ως αντίδραση στο ρεύμα τών νεογραμματικών και η οποία απορρίπτει τη θέση ότι οι φωνολογικοί νόμοι έχουν απόλυτη ισχύ και υποστηρίζει ότι τα γλωσσικά φαινόμενα εξαρτώνται κυρίως από τη γεωγραφική διαφοροποίηση και την κοινωνική διαστρωμάτωση.
Dictionary of Greek. 2013.